unuo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | unuo | unuoj |
αιτιατική | unuon | unuojn |
unuo (eo)
- η ένωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | unuo | unuoj |
αιτιατική | unuon | unuojn |
unuo (eo)