monogeneză
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmonogeneză (ro) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του monogeneză
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o monogeneză | monogeneza | nişte monogeneze | monogenezele |
γενική | a unei monogeneze | monogenezei | a unor monogeneze | monogenezelor |
δοτική | unei monogeneze | monogenezei | unor monogeneze | monogenezelor |
αιτιατική | o monogeneză | monogeneza | nişte monogeneze | monogenezele |
κλητική | — | - | — | - |