mondoparto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mondoparto | mondopartoj |
αιτιατική | mondoparton | mondopartojn |
mondoparto (eo)
- esperantistoj el diversaj mondopartoj - εσπεραντιστές από διάφορα μέρη του κόσμου