modal auxiliary
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
modal auxiliary | modal auxiliaries |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
modal auxiliary (en)
- (γραμματική) βοηθητικό τροπικό (εννοείται: ρήμα) → δείτε τον όρο βοηθητικό ρήμα τροπικότητας
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο modal verb