mixeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mixeur | mixeurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
mixeur (fr) αρσενικό
- συσκευή για την κουζίνα που διαλύει και ανακατεύει τα τρόφιμα
- συσκευή για την ανάμειξη ήχου και εικόνας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη mixer