migrenă
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmigrenă (ro) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του migrenă
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o migrenă | migrena | nişte migrene | migrenele |
γενική | a unei migrene | migrenei | a unor migrene | migrenelor |
δοτική | unei migrene | migrenei | unor migrene | migrenelor |
αιτιατική | o migrenă | migrena | nişte migrene | migrenele |
κλητική | — | - | — | - |