metilernanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metilernanto | metilernantoj |
αιτιατική | metilernanton | metilernantojn |
metilernanto (eo)
- ο μαθητευόμενος, ο εκπαιδευόμενος, αυτός που μαθαίνει ένα επάγγελμα ενώ ταυτόχρονα εργάζεται