messaggero
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- messaggero < messaggio
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | messaggero | messaggeri |
θηλυκό | messaggera | messaggere |
messaggero (it)
- ο αγγελιοφόρος, αυτός που φέρνει το μήνυμα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
messaggero (it)