Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

merzlota < (άμεσο δάνειο) ρωσική мерзлота

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
merzlota merzlotas

merzlota (fr) θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία