Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mauviette < mauvis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /movjɛt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mauviette mauviettes

mauviette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) παχύς κορυδαλλός για ένα γεύμα
  2. (μεταφορικά) ένας καχεκτικός, φιλάσθενος άνθρωπος· (κατ’ επέκταση) ένας δειλός άνθρωπος