mauviette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mauviette < mauvis
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mauviette | mauviettes |
mauviette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) παχύς κορυδαλλός για ένα γεύμα
- (μεταφορικά) ένας καχεκτικός, φιλάσθενος άνθρωπος· (κατ’ επέκταση) ένας δειλός άνθρωπος