malsociala
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- malsociala < mal + sociala {κοινωνικός}
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsociala | malsocialaj |
αιτιατική | malsocialan | malsocialajn |
malsociala (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsociala | malsocialaj |
αιτιατική | malsocialan | malsocialajn |
malsociala (eo)