looking-glass
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
looking-glass | looking-glasses |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlʊk.ɪŋ ˌɡlɑːs/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈlʊk.ɪŋ ˌɡlæs/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
looking-glass (en)
- (παρωχημένο) ο καθρέφτης
- (μεταφορικά) ο δρόμος προς έναν παράξενο, αλλόκοτο κόσμο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ looking-glass - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές επεξεργασία
- looking-glass - Cambridge Dictionary online