looking-glass
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
looking-glass | looking-glasses |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
looking-glass (en)
- (παρωχημένο) ο καθρέφτης
- (μεταφορικά) ο δρόμος προς έναν παράξενο, αλλόκοτο κόσμο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ looking-glass - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές
επεξεργασία
- looking-glass - Cambridge Dictionary online