longa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | longa | longaj |
αιτιατική | longan | longajn |
longa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | longa | longaj |
αιτιατική | longan | longajn |
longa (eo)