loĝebleco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loĝebleco | loĝeblecoj |
αιτιατική | loĝeblecon | loĝeblecojn |
loĝebleco (eo)
- mi trovis loĝeblecon por du personoj - βρήκα δυνατότητα παραμονής για δύο άτομα