Ετυμολογία

επεξεργασία
loĝ- < γαλλική loger, ιταλική alloggiare

loĝ- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: κατοικώ

Παράγωγα

επεξεργασία