lightly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | lightly |
συγκριτικός | lightlier / more lightly |
υπερθετικός | lightliest / most lightly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαlightly (en)
- ελαφρά, απαλά, μαλακά, με πολύ λίγη δύναμη ή προσπάθεια
- ελαφρά, σε μικρό βαθμό· όχι πολύ
- ⮡ The doctor told him to eat lightly.
- Ο γιατρός του είπε να τρώει ελαφριά.
- ⮡ She sleeps lightly.
- Κοιμάται ελαφρά.
- ⮡ You are dressed lightly and you will get cold.
- Είσαι ντυμένος ελαφριά και θα κρυώσεις.
- ⮡ The doctor told him to eat lightly.
- ελαφρά, δεν του δίνω μεγάλη ή ιδιαίτερη σημασία
- ⮡ I take something lightly.
- Παίρνω κάτι ελαφρά.
- ⮡ I take something lightly.