lactuca
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lactuca < lac
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlactuca θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lactuca | lactucae |
γενική | lactucae | lactucārum |
δοτική | lactucae | lactucīs |
αιτιατική | lactucam | lactucās |
κλητική | lactuca | lactucae |
αφαιρετική | lactucā | lactucīs |