Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /la.se/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lacet lacets

lacet (fr) αρσενικό

  1. κορδόνι
    attache les lacets de tes chaussures - δέσε τα κορδόνια των παπουτσιών σου
  2. (για πλοία ή αεροπλάνα) εναλλάξ κίνηση του σκάφους γύρω από τον κατακόρυφο άξονά του, αριστερά δεξιά
    → δείτε τις λέξεις tangage και roulis