Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tangage tangages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tangage (fr) αρσενικό

  1. το σκαμπανέβασμα
  2. (για πλοία ή αεροπλάνα) εναλλάξ κίνηση του σκάφους γύρω από τον εγκάρσιό του άξονα, πάνω κάτω
    → δείτε τις λέξεις roulis και lacet