ενικός πληθυντικός
roulis roulis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

roulis (fr) αρσενικό

  1. (για πλοία ή αεροπλάνα) εναλλάξ κίνηση του σκάφους γύρω από τον επιμήκη άξονά του, αριστερά δεξιά
    → δείτε τις λέξεις tangage και lacet