labent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | labent |
συγκριτικός | more labent |
υπερθετικός | most labent |
Επίθετο
επεξεργασίαlabent (en)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασία- γ' πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος labo