laŭtlegado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laŭtlegado | laŭtlegadoj |
αιτιατική | laŭtlegadon | laŭtlegadojn |
laŭtlegado (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- lautlegado στο H-sistemo
- lauxtlegado στο X-sistemo