knob
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
knob | knobs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαknob (en)
- το πόμολο
- το περιστροφικός κουμπί, πχ ρυθμιστής έντασης, επιλογέας, ροοστάτης, ποτενσιόμετρο
- ⮡ a radio knob - κουμπί ραδιοφώνου
- ⮡ a temperature knob - ρυθμιστής θερμοκρασίας
- (βρετανική σημασία, αργκό) ο πούτσος, η πούτσα, η ψωλή, το παπάρι