ενικός         πληθυντικός  
knob knobs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

knob (en)

  1. το πόμολο
    ⮡  He grabbed the knob and opened the door.
    Έπιασε το πόμολο κι άνοιξε την πόρτα.
     συνώνυμα: doorknob
  2. το περιστροφικός κουμπί, πχ ρυθμιστής έντασης, επιλογέας, ροοστάτης, ποτενσιόμετρο
    ⮡  a radio knob - κουμπί ραδιοφώνου
    ⮡  a temperature knob - ρυθμιστής θερμοκρασίας
  3. (βρετανική σημασία, αργκό) ο πούτσος, η πούτσα, η ψωλή, το παπάρι