ενικός         πληθυντικός  
doorknob doorknobs

  Ετυμολογία

επεξεργασία
doorknob < door + knob

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

doorknob (en)

  • το πόμολο
    ⮡  He grabbed the doorknob and opened the door.
    Έπιασε το πόμολο κι άνοιξε την πόρτα.
     συνώνυμα: knob