Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
doorknob
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
doorknob
doorknobs
Ετυμολογία
επεξεργασία
doorknob
<
door
+
knob
Ουσιαστικό
επεξεργασία
doorknob
(en)
το
πόμολο
⮡
He grabbed the
doorknob
and opened the door.
Έπιασε το
πόμολο
κι άνοιξε την πόρτα.
≈
συνώνυμα
:
knob
Πηγές
επεξεργασία
doorknob
-
Oxford Learner's Dictionaries