Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈklaɪ̯nɐ/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: klei‐ner

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

kleiner (de)

  1. (κλίση χωρίς άρθρο)
    1. ονομαστική ενικού, αρσενικού γένους του klein
    2. γενική και δοτική ενικού, θηλυκού γένους του klein
    3. γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του klein
  2. (με αόριστο άρθρο) ονομαστική ενικού, αρσενικού γένους του klein