kaŝmemoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaŝmemoro | kaŝmemoroj |
αιτιατική | kaŝmemoron | kaŝmemorojn |
kaŝmemoro (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- kashmemoro στο H-sistemo
- kasxmemoro στο X-sistemo