ενικός         πληθυντικός  
jambette jambettes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jambette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή σκωπτικό) μικρή κνήμη
  2. μαχαιράκι με περιστρεφόμενη λεπίδα
  3. (τεχνολογία) μικρό ξύλινο στέλεχος που υποστηρίζει πλάγια δοκό της δομής μιας στέγης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη jambe