jambette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jambette | jambettes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
jambette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή σκωπτικό) μικρή κνήμη
- μαχαιράκι με περιστρεφόμενη λεπίδα
- (τεχνολογία) μικρό ξύλινο στέλεχος που υποστηρίζει πλάγια δοκό της δομής μιας στέγης
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη jambe