intolerable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | intolerable |
συγκριτικός | more intolerable |
υπερθετικός | most intolerable |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
intolerable (en)
- αφόρητος, μη ανεκτός
- ↪ I often feel intolerable boredom.
- Συχνά αισθάνομαι αφόρητη ανία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unbearable
- ↪ I often feel intolerable boredom.