intolérance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intolérance | intolérances |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintolérance (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η έλλειψη ανεκτικότητας
- η αδιαλλαξία, η μισαλλοδοξία
- (ιατρική) υπερβολική αντίδραση του οργανισμού σε ένα φάρμακο ή κάποια ουσία, δυσανεξία