ενικός         πληθυντικός  
intolérance intolérances

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intolérance (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η έλλειψη ανεκτικότητας
  2. η αδιαλλαξία, η μισαλλοδοξία
  3. (ιατρική) υπερβολική αντίδραση του οργανισμού σε ένα φάρμακο ή κάποια ουσία, δυσανεξία