intimidated
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | intimidated |
συγκριτικός | more intimidated |
υπερθετικός | most intimidated |
intimidated (en)
- πτοημένος, που πτοείται
- ⮡ He seemed intimidated by the difficulty of the task.
- Έδειχνε πτοημένος από τη δυσκολία του έργου.
- ⮡ The students were intimidated by the principal’s stern demeanor.
- Οι μαθητές ήταν πτοημένοι από την αυστηρή στάση του διευθυντή.
- ⮡ He is not a man who gets intimidated by difficulties.
- Δεν είναι άνθρωπος να πτοηθεί από δυσκολίες.
- ⮡ He seemed intimidated by the difficulty of the task.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαintimidated (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του intimidate