intimidate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | intimidate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | intimidates |
αόριστος | intimidated |
παθητική μετοχή | intimidated |
ενεργητική μετοχή | intimidating |
Ρήμα
επεξεργασίαintimidate (en)
- πτοώ, εκφοβίζω, καταπτοώ, τρομάζω ή απειλώ κάποιον για να κάνει αυτό που θέλω
- ⮡ Don't try to intimidate me with threats.
- Μην προσπαθείς να με πτοήσεις με απειλές.
- ⮡ The voices of the hecklers did not intimidate the speaker.
- Οι φωνές των εγκαθέτων δεν πτόησαν τον ομιλητή.
- ⮡ He tried to intimidate us with insults and threats.
- Προσπάθησε να μας εκφοβίσει με ύβρεις και απειλές.
- ⮡ Don't try to intimidate me with threats.