παραθετικά
θετικός intimidating
συγκριτικός more intimidating
υπερθετικός most intimidating

  Επίθετο

επεξεργασία

intimidating (en)

  • επίφοβος, εκφοβιστικός, τρομακτικός με τρόπο που κάνει ένα άτομο να αισθάνεται λιγότερο σίγουρο
    ⮡  an extremely intimidating person - άνθρωπος εξαιρετικά επίφοβος
    ⮡  intimidating letters/shots - εκφοβιστικές επιστολές/βολές
    ⮡  This equation is intimidating!
    Αυτή η εξίσωση είναι τρομακτική!