καταπτοώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπτοώ < ελληνιστική κοινή καταπτοέω / καταπτοῶ
Ρήμα
επεξεργασίακαταπτοώ (παθητική φωνή: καταπτοούμαι)
- (λόγιο) προξενώ σε κάποιον μείωση των ψυχικών δυνάμεων και αντοχών καθώς και απώλεια του θάρρους του
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαταπτόητος
- καταπτοημένος
- καταπτόηση
- → δείτε τις λέξεις κατά και πτοώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπτοώ | καταπτοούσα | θα καταπτοώ | να καταπτοώ | καταπτοώντας | |
β' ενικ. | καταπτοείς | καταπτοούσες | θα καταπτοείς | να καταπτοείς | (καταπτόει) | |
γ' ενικ. | καταπτοεί | καταπτοούσε | θα καταπτοεί | να καταπτοεί | ||
α' πληθ. | καταπτοούμε | καταπτοούσαμε | θα καταπτοούμε | να καταπτοούμε | ||
β' πληθ. | καταπτοείτε | καταπτοούσατε | θα καταπτοείτε | να καταπτοείτε | καταπτοείτε | |
γ' πληθ. | καταπτοούν(ε) | καταπτοούσαν(ε) | θα καταπτοούν(ε) | να καταπτοούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπτόησα | θα καταπτοήσω | να καταπτοήσω | καταπτοήσει | ||
β' ενικ. | καταπτόησες | θα καταπτοήσεις | να καταπτοήσεις | καταπτόησε | ||
γ' ενικ. | καταπτόησε | θα καταπτοήσει | να καταπτοήσει | |||
α' πληθ. | καταπτοήσαμε | θα καταπτοήσουμε | να καταπτοήσουμε | |||
β' πληθ. | καταπτοήσατε | θα καταπτοήσετε | να καταπτοήσετε | καταπτοήστε | ||
γ' πληθ. | καταπτόησαν καταπτοήσαν(ε) |
θα καταπτοήσουν(ε) | να καταπτοήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταπτοήσει | είχα καταπτοήσει | θα έχω καταπτοήσει | να έχω καταπτοήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταπτοήσει | είχες καταπτοήσει | θα έχεις καταπτοήσει | να έχεις καταπτοήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταπτοήσει | είχε καταπτοήσει | θα έχει καταπτοήσει | να έχει καταπτοήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπτοήσει | είχαμε καταπτοήσει | θα έχουμε καταπτοήσει | να έχουμε καταπτοήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταπτοήσει | είχατε καταπτοήσει | θα έχετε καταπτοήσει | να έχετε καταπτοήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπτοήσει | είχαν καταπτοήσει | θα έχουν καταπτοήσει | να έχουν καταπτοήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπτοώ
|