institucio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- institucio < instituci- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | institucio | institucioj |
αιτιατική | institucion | instituciojn |
institucio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | institucio | institucioj |
αιτιατική | institucion | instituciojn |
institucio (eo)