Ετυμολογία

επεξεργασία
insolite < λατινική insolitus < solere, συνηθίζω να

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insolite insolites

insolite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

για πρόσωπα

Αντώνυμα

επεξεργασία