insolite
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
insolite | insolites |
insolite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
για πρόσωπα
ενικός | πληθυντικός |
insolite | insolites |
insolite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
για πρόσωπα