Ετυμολογία

επεξεργασία
infanterio < ισπανική infantería "οι πεζοί στρατιώτες, αυτοί που δεν είχαν την απαιτούμενη εμπειρία για να καταταγούν στο ιππικό" < infante "πεζός στρατιώτης / νέος" < λατινική, infans 'βρέφος' < in- στερητικό + fari 'ομιλώ')

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /in.fan.te.ˈri.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: in‐fan‐te‐ri‐o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική infanterio infanterioj
αιτιατική infanterion infanteriojn

infanterio (eo)