i
qo
 
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
𐀂𐀦 < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *íkkʷos (απ' όπου και ἵππος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éḱwos. Συγγενείς, η σανσκριτική अश्व (áśva), η λατινική equus.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

𐀂𐀦 αρσενικό (i-qo) /híkkʷos/

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἴκκος στο ΕΜ.474, 12Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
  2. «ἵππος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

«ἵππος» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.