hurdle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hurdle | hurdles |
hurdle (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | hurdle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurdles |
αόριστος | hurdled |
παθητική μετοχή | hurdled |
ενεργητική μετοχή | hurdling |
hurdle (en)