hurtle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | hurtle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurtles |
αόριστος | hurtled |
παθητική μετοχή | hurtled |
ενεργητική μετοχή | hurtling |
Ρήμα επεξεργασία
hurtle (en)
Δείτε επίσης : hurdle |
ενεστώτας | hurtle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hurtles |
αόριστος | hurtled |
παθητική μετοχή | hurtled |
ενεργητική μετοχή | hurtling |
hurtle (en)