Ετυμολογία

επεξεργασία
hoqueton < auqueton < αραβική al-goton (βαμβάκι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔɔ.k(ə)tɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hoqueton hoquetons

hoqueton (fr) αρσενικό

  1. είδος χοντρού σακακιού που οι ιππότες φορούσαν κάτω από τον σιδηρόπλεκτο θώρακά τους
    → δείτε τις λέξεις chevalier, coton, haubert και veste
  2. σακάκι ενός αγρότη ή βοσκού
    → δείτε τις λέξεις berger, casaque, paysan και veste