Ετυμολογία

επεξεργασία
hemşire < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική همشیره (hemşire) < περσική همشیره (hamšire, αδελφή)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /hɛmʃiˈɾɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hemşire (tr)

  1. (επάγγελμα) η αδελφή νοσοκόμα, ο νοσοκόμος
  2. (επάγγελμα) λειτουργός στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας, που παρέχει υπηρεσίες σχετικές με τον εμβολιασμό και την προστασία των παιδιών από τις μολυσματικές ασθένειες, τη διατροφή και την ανάπτυξή τους, καθώς και προγεννητικές και μεταγεννητικές υπηρεσίες υγείας σε μητέρες
  3. (αργκό) ομοφιλόφυλος

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. hemşire - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν