Ετυμολογία

επεξεργασία
hebdomadaire < λατινική hebdomadarius

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛb.dɔ.ma.dɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hebdomadaire hebdomadaires

hebdomadaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hebdomadaire hebdomadaires

hebdomadaire (fr) αρσενικό

 συνώνυμα: hebdo

Συγγενικά

επεξεργασία