Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

hebdomadier < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛb.dɔ.ma.dje/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό hebdomadier hebdomadiers
θηλυκό hebdomadière hebdomadières

hebdomadier (fr)

  • κληρικός που εκτελεί ορισμένες εργασίες σε μια θρησκευτική κοινότητα για τη διάρκεια μιας βδομάδας

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία