Ετυμολογία

επεξεργασία
hebdo < σύντμηση του hebdomadaire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛb.dɔ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hebdo hebdos

hebdo (fr) αρσενικό

(οικείο) → δείτε τη λέξη  hebdomadaire

Συγγενικά

επεξεργασία