hebdo
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hebdo < σύντμηση του hebdomadaire
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hebdo | hebdos |
hebdo (fr) αρσενικό
- (οικείο) → δείτε τη λέξη hebdomadaire
ενικός | πληθυντικός |
hebdo | hebdos |
hebdo (fr) αρσενικό