semainier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- semainier < semaine
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | semainier | semainiers |
θηλυκό | semainière | semainières |
semainier (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
semainier | semainiers |
semainier (fr) αρσενικό
- ατζέντα γραφείου που εμφανίζει τις μέρες μιας βδομάδας
- μικρό έπιπλο με εφτά ράφια
- βραχιόλι με εφτά δακτύλιους