ενεστώτας grow on
γ΄ ενικό ενεστώτα grows on
αόριστος grew on
παθητική μετοχή grown on
ενεργητική μετοχή growing on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
grow on < → δείτε τις λέξεις grow και on

grow on (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684. , λήμμα: περισσότερος