Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fuse fuses

fuse (en)

  1. (ηλεκτρολογία) η ασφάλεια, συσκευή που προφυλάσσει από υπερφόρτωση του δικτύου
    a fuse box - ο πίνακας με τις ασφάλειες
    A fuse has blown.
    Κάηκε μια ασφάλεια.
  2. το φιτίλι, ένα μακρύ κομμάτι νήμα ή χαρτί που ανάβει για να κάνει κάτι να εκραγεί
    The explosion didn’t happen because the fuse was wet.
    Η έκρηξη δεν έγινε, γιατί το φιτίλι ήταν βρεμένο.
    He connected the fuse with three small bundles of dynamite and lit it.
    Σύνδεσε το φιτίλι με τρεις δεσμίδες δυναμίτη και το άναψε.
  3. ο πυροκροτητής, μια συσκευή που κάνει μια βόμβα να εκραγεί όταν χτυπήσει κάτι ή σε μια συγκεκριμένη στιγμή
ενεστώτας fuse
γ΄ ενικό ενεστώτα fuses
αόριστος fused
παθητική μετοχή fused
ενεργητική μετοχή fusing

fuse (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) συγχωνεύω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα για να σχηματίσω ένα μόνο πράγμα
    Five small parties fused to form the Center Union.
    Πέντε μικρά κόμματα συγχωνεύτηκαν κι αποτέλεσαν την Ένωση Κέντρου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη coalesce
  2. συντήκω