coalesce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | coalesce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coalesces |
αόριστος | coalesced |
παθητική μετοχή | coalesced |
ενεργητική μετοχή | coalescing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcoalesce (en)
ενεστώτας | coalesce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coalesces |
αόριστος | coalesced |
παθητική μετοχή | coalesced |
ενεργητική μετοχή | coalescing |
coalesce (en)