ενεστώτας coalesce
γ΄ ενικό ενεστώτα coalesces
αόριστος coalesced
παθητική μετοχή coalesced
ενεργητική μετοχή coalescing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
coalesce < λατινική coalesco < co- + alesco

coalesce (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία