framboise
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
framboise | framboises |
Ετυμολογία
επεξεργασία- framboise < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική framboise < φραγκική **brāmabasi. Η ανομοίωση [b] > [f] οφείλεται στην επίδραση του fraise (φράουλα), που όμως δε σχετίζεται ετυμολογικά.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαframboise (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαframboise (γαλλικά)
- ↴ αραβικά: فْرَامْبْوَاز (frāmbwāz)
- ↴ αγγλικά: framboise
- ↴ νέα ελληνικά: φραμπουάζ
- ↴ ισπανικά: frambuesa
- ↴ κινεζικά: 覆盆子 (fùpénzǐ)
→ και δείτε framboise#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- framboise - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- framboise - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé