ενικός         πληθυντικός  
framboise framboises

  Ετυμολογία

επεξεργασία
framboise < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική framboise < φραγκική **brāmabasi. Η ανομοίωση [b] > [f] οφείλεται στην επίδραση του fraise (φράουλα), που όμως δε σχετίζεται ετυμολογικά.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fʁɑ̃.bwaz/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

framboise (fr) θηλυκό

  1. (φυτό) η σμεουριά
  2. (φρούτο) το σμέουρο

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

framboise (γαλλικά)

αραβικά: فْرَامْبْوَاز (frāmbwāz)
αγγλικά: framboise
νέα ελληνικά: φραμπουάζ
ισπανικά: frambuesa
κινεζικά: 覆盆子 (fùpénzǐ)

→ και δείτε  framboise#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό