φραμπουάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φραμπουάζ < απροσάρμοστο (λόγιο δάνειο) γαλλική framboise
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾam.buˈaz/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφραμπουάζ ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό, φρούτο) το σμέουρο (το κόκκινο βατόμουρο), ο καρπός και το φυτό σμεουριά, παλιότερα Βάτος ἡ ἰδαία
- ⮡ Θα φτιάξω ένα γλυκό με σαντιγί και κρεμ α λα φραμπουάζ, και θα το περιχύσω με σος φραμπουάζ.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φραμπουάζ
→ δείτε τη λέξη σμέουρο |
Πηγές
επεξεργασία- φραμπουάζ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φραμπουάζ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)